ἀρνόγλωσσον — plantain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνογλώσσου — ἀρνόγλωσσον plantain neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνογλώσσῳ — ἀρνόγλωσσον plantain neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνόγλωσσα — ἀρνόγλωσσον plantain neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επτάπλευρος — η, ο (AM ἑπτάπλευρος, ον) αυτός που έχει επτά πλευρές νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το επτάπλευρο γεωμετρικό σχήμα με επτά πλευρές και επτά γωνίες αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑπτάπλευρον ονομασία τού φυτού αρνόγλωσσον … Dictionary of Greek
πολύπλευρος — η, ο / πολύπλευρος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλές πλευρές («πολύπλευρο σχήμα») νεοελλ. μτφ. αυτός που εμφανίζει πολλές απόψεις, πολλούς τομείς (α. «πολύπλευρο ζήτημα» β. «πολύπλευρη προσφορά») αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύπλευρον το φυτό… … Dictionary of Greek
ԳԱՂՏԻԿՈՒՌ — (կռի.) NBH 1 0525 Chronological Sequence: Unknown date, 13c գ. ԳԱՂՏԻԿՈՒՐ կամ ԳԱՂՏԻԿՈՒՌ (գրի եւ Գաղտակուռ, Գաղտակոր.) βούγλωσσον , ἁρνόγλωσσον Lingua bubula, plantago. Անուն բանջարոյ, որ կոչի եւ Ջղախոտ. եւս եւ Եզնալեզու, խոշոր տերեւով, կամ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԳԱՂՏԻԿՈՒՐ — (կռի.) NBH 1 0525 Chronological Sequence: Unknown date, 13c գ. ԳԱՂՏԻԿՈՒՐ կամ ԳԱՂՏԻԿՈՒՌ (գրի եւ Գաղտակուռ, Գաղտակոր.) βούγλωσσον , ἁρνόγλωσσον Lingua bubula, plantago. Անուն բանջարոյ, որ կոչի եւ Ջղախոտ. եւս եւ Եզնալեզու, խոշոր տերեւով, կամ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԳԱՌՆԱԼԵԶՈՒ — (ի.) NBH 1 0530 Chronological Sequence: Unknown date, 12c գ. ἁρνόγλωσσον Plantago Ազգ ջղախոտի մանրատերեւ. գառնլեզու. սինիրլի եափրագ, լիսան իւլ համլ, զուպան կոսպան: Բժշկարան.: *Գառնալեզուի ջրով զկուրծսն օծանէ. Մխ. բժիշկ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)